παραδοξάζω: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradoksazo | |Transliteration C=paradoksazo | ||
|Beta Code=paradoca/zw | |Beta Code=paradoca/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make wonderful]] or [[extraordinary]], [[LXX]] ''2 Ma.''3.30; <b class="b3">τὰς πληγάς σου</b> [[will lay unheard-of]] inflictions [[upon]] thee, ib.''De.''28.59.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν</b> [[put a mark of distinction]] between, [[separate]], ib.''Ex.''9.4; <b class="b3">π. τὴν γῆν</b> ib.8.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
A make wonderful or extraordinary, LXX 2 Ma.3.30; τὰς πληγάς σου will lay unheard-of inflictions upon thee, ib.De.28.59.
2 π. ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν put a mark of distinction between, separate, ib.Ex.9.4; π. τὴν γῆν ib.8.22.
German (Pape)
[Seite 477] wunderbar machen, zum Gegenstand der Bewunderung machen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοξάζω: ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· δοξάζω, παραδοξάσει Κύριος τὰς πληγάς σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αὐτόθι. 2) = διαστέλλω, μετὰ γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν αὐτόθι (Ἔξοδ. Η΄, 22).
Greek Monolingual
ΜΑ
καθιστώ κάτι περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον», ΠΔ)
αρχ.
θέτω διακριτικό σημείο με σκοπό να διακρίνω κάτι και, συνεκδοχικά, διακρίνω, ξεχωρίζω («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δοξάζω «νομίζω, θεωρώ» (< δόξα «γνώμη»)].