Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκατασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατασκεύαστος]], -ον) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο [[άφτιαχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακατέργαστος]] ή [[εκείνος]], του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η [[κατεργασία]]<br />«ἀκατασκεύαστον [[φάρμακον]]» (Θεόφραστος, <i>Φυτ</i>. / στ. 9, 16, 6)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], ο [[αδιάπλαστος]]<br />«ἡ δὲ γῆ ἦν [[ἀόρατος]] καὶ [[ἀκατασκεύαστος]]» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]])<br /><b>4.</b> [[αστόλιστος]], [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατασκεύαστος]], -ον) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο [[άφτιαχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακατέργαστος]] ή [[εκείνος]], του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η [[κατεργασία]]<br />«ἀκατασκεύαστον [[φάρμακον]]» (Θεόφραστος, <i>Φυτ</i>. / στ. 9, 16, 6)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], ο [[αδιάπλαστος]]<br />«ἡ δὲ γῆ ἦν [[ἀόρατος]] καὶ [[ἀκατασκεύαστος]]» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]])<br /><b>4.</b> [[αστόλιστος]], [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]]).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unbearbeitet]], roh, [[LXX]]. nicht [[gekünstelt]]</i>; so adv. [[neben]] [[ἁπλῶς]] Dion.Hal. <i>de Isaeo</i> 15.
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατασκεύαστος Medium diacritics: ἀκατασκεύαστος Low diacritics: ακατασκεύαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akataskeúastos Transliteration B: akataskeuastos Transliteration C: akataskeyastos Beta Code: a)kataskeu/astos

English (LSJ)

ον, not properly prepared, φάρμακον Thphr.HP9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. -τως D.H.Is.15.

Spanish (DGE)

-ον
I no equipado, sin armar de un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
sin prueba Origenes Cels.4.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).

German (Pape)

unbearbeitet, roh, LXX. nicht gekünstelt; so adv. neben ἁπλῶς Dion.Hal. de Isaeo 15.