ἄκαυστος: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄκαυστος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἄκαυστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[несожженный]], [[пощаженный огнем]] (κῶμαι Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[несгораемый]], [[огнеупорный]] ([[λίθος]] καὶ [[κρύσταλλος]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, (καίω) A unburnt, Hp.Haem.2, X.An.3.5.13. 2 incombustible, Arist.Mete.387a18, Thphr.Lap.4; unquenchable (v.l. for ἄσβεστος), πῦρ LXX Jb.20.26.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no incendiado, no quemado κῶμαι X.An.3.5.13, ὁ δὲ Λιπαραῖος (sc. λίθος) ἐκποροῦταί τε τῇ καύσει ... λεῖός ἐστι καὶ πυκνὸς ἄ. ὤν la piedra de Lípara se vuelve porosa con la combustión ... (pero) es lisa y densa cuando no ha sido quemada Thphr.Lap.14, cf. D.C.66.21.2
•medic. no cauterizado μηδεμία ... τῶν αἱμορροΐδων Hp.Haem.2.
2 no encendido del fuego divino κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄ. le devorará un fuego no encendido (por el hombre), LXX Ib.20.26.
II resistente al fuego, incombustible τὰ μέν καυστά ἐστι τὰ δὲ ἄκαυστα Arist.Mete.387a18, ἄνθραξ Thphr.Lap.18, cf. 19, Plin.HN 37.92.
III que no quema ἄ. τὸ φῶς τῆς ἀναπαύσεως la luz de la bienaventuranza no quema Basil.M.29.297C.
German (Pape)
[Seite 70] unverbrennlich, Arist. Meteor. 4, 8: – nicht verbrannt, κῶμαι Xen. An. 3, 5, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non brûlé.
Étymologie: ἀ, καίω.
Russian (Dvoretsky)
ἄκαυστος:
1 несожженный, пощаженный огнем (κῶμαι Xen.);
2 несгораемый, огнеупорный (λίθος καὶ κρύσταλλος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκαυστος: -ον, (καίω) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) ὅστις ἀδύνατον εἶναι νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.
Greek Monolingual
-η, -ο και άκαυτος, -η, -ο (Α ἄκαυστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί
2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά
2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά
3. «άκαυτο μέλι» — μέλι το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί
«ἄκαυστος αἱμορροΐς» (Ιπποκράτης)
2. όποιος καίγεται αδιάκοπα
«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καυστός ή καυτός < καίω
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαυστῶ].
Greek Monotonic
ἄκαυστος: -ον (καίω), αυτός που δεν έχει καεί, άφλεκτος, σε Ξεν.
Middle Liddell
καίω
unburnt, Xen.