σέλινο: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σέλινο]], το / [[σέλινον]], ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[σέλιννον]] Α<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή [[σκιαδοφόρα]], οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως [[καρύκευμα]] και η [[άλλη]] για τη διογκωμένη [[ρίζα]] της που έχει την [[ίδια]] [[γεύση]] και το ίδιο [[άρωμα]] και χρησιμοποιείται [[κατά]] τον [[ίδιον]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] (<b>πρβλ.</b> [[κύμινον]], [[ῥητίνη]]). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>serino</i>). Από τη λ. [[σέλινον]] παράγεται το [[τοπωνύμιο]] [[Σελινοῦς]] με κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>οῦσσα</i>, συνηρημένη [[μορφή]] της κατάλ. -<i>όεις</i>, -<i>όεσσα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Οἰνοῦς</i>)].
|mltxt=[[σέλινο]], το / [[σέλινον]], ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[σέλιννον]] Α<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή [[σκιαδοφόρα]], οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως [[καρύκευμα]] και η [[άλλη]] για τη διογκωμένη [[ρίζα]] της που έχει την [[ίδια]] [[γεύση]] και το ίδιο [[άρωμα]] και χρησιμοποιείται [[κατά]] τον [[ίδιον]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] (<b>πρβλ.</b> [[κύμινον]], [[ῥητίνη]]). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>serino</i>). Από τη λ. [[σέλινον]] παράγεται το [[τοπωνύμιο]] [[Σελινοῦς]] με κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>οῦσσα</i>, συνηρημένη [[μορφή]] της κατάλ. -<i>όεις</i>, -<i>όεσσα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Οἰνοῦς</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[celery]]===
Abkhaz: асона; Afrikaans: seldery; Albanian: selino; Arabic: كَرَفْس‎; Egyptian Arabic: كرفس‎; Hijazi Arabic: كرَفس‎; Moroccan Arabic: كرافس‎; Armenian: նեխուր, կարոս; Azerbaijani: kərəviz; Belarusian: салера, сельдэрэй; Bulgarian: целина, керевиз; Catalan: api; Chinese Cantonese: 西芹, 芹菜; Mandarin: 芹菜; Cree: kaspipakwa; Czech: celer; Danish: selleri; Dutch: [[selderij]], [[selderie]], [[selder]]; Esperanto: celerio; Estonian: seller; Faroese: sellarí; Finnish: selleri; French: [[céleri]]; Galician: apio; Georgian: ნიახური; German: [[Sellerie]]; Greek: [[σέλινο]]; Ancient Greek: [[σέλινον]]; Mycenaean: 𐀮𐀪𐀜; Greenlandic: selleri; Hawaiian: kelaki, kalelē; Hebrew: כַּרְפַּס‎, סֶלֶרִי‎; Hindi: अजमोद; Hungarian: zeller, szárzeller; Icelandic: sellerí; Ido: celerio; Indonesian: seledri; Interlingua: seleri; Irish: soilire; Italian: [[sedano]]; Japanese: セロリ; Kazakh: балдыркөк; Korean: 셀러리, 샐러리; Kurdish Northern Kurdish: kerefs; Kyrgyz: сельдерей; Lao: ຜັນເຊເລຣີ; Latin: [[apium]]; Latvian: selerija; Lithuanian: salieras; Low German: Selleree; Macedonian: целер; Malay: saderi, seladeri, daun sup; Malayalam: അയമോദകം; Maltese: karfus; Maori: tūtaekōau, harere, herewī; Mingrelian: სონა; Mongolian: селөдерей, майлз; Navajo: hazaʼaleehtsoh; Neapolitan: accio; Norman: céléri; Norwegian: selleri; Occitan: api; Ossetian: маламар; Persian: کرفس‎; Polish: seler, seler naciowy; Portuguese: [[aipo]]; Romanian: țelină; Romansch: sellerin; Russian: [[сельдерей]]; Sardinian: àppiu, àpiu; Scottish Gaelic: soilire; Serbo-Croatian Cyrillic: целер; Roman: celer; Sicilian: accia; Slovak: zeler; Slovene: zelena; Sorbian Lower Sorbian: měrik, selerij; Spanish: [[apio]]; Swedish: selleri; Tagalog: kintsay, apyo; Tajik: карафс; Tatar: сельдерей; Thai: เซเลรี่; Tocharian B: ajamot; Turkish: kereviz; Turkmen: seldereý; Ukrainian: селера, салера; Uyghur: چىڭسەي‎; Uzbek: selderey; Vietnamese: cần tây; Volapük: sälärid; Walloon: celeri; Yiddish: סעלעריע‎
}}
}}

Latest revision as of 21:48, 19 October 2022

Greek Monolingual

σέλινο, το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α
κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή σκιαδοφόρα, οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα και η άλλη για τη διογκωμένη ρίζα της που έχει την ίδια γεύση και το ίδιο άρωμα και χρησιμοποιείται κατά τον ίδιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. κύμινον, ῥητίνη). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. serino). Από τη λ. σέλινον παράγεται το τοπωνύμιο Σελινοῦς με κατάλ. -οῦς / -οῦσσα, συνηρημένη μορφή της κατάλ. -όεις, -όεσσα (πρβλ. Οἰνοῦς)].

Translations

celery

Abkhaz: асона; Afrikaans: seldery; Albanian: selino; Arabic: كَرَفْس‎; Egyptian Arabic: كرفس‎; Hijazi Arabic: كرَفس‎; Moroccan Arabic: كرافس‎; Armenian: նեխուր, կարոս; Azerbaijani: kərəviz; Belarusian: салера, сельдэрэй; Bulgarian: целина, керевиз; Catalan: api; Chinese Cantonese: 西芹, 芹菜; Mandarin: 芹菜; Cree: kaspipakwa; Czech: celer; Danish: selleri; Dutch: selderij, selderie, selder; Esperanto: celerio; Estonian: seller; Faroese: sellarí; Finnish: selleri; French: céleri; Galician: apio; Georgian: ნიახური; German: Sellerie; Greek: σέλινο; Ancient Greek: σέλινον; Mycenaean: 𐀮𐀪𐀜; Greenlandic: selleri; Hawaiian: kelaki, kalelē; Hebrew: כַּרְפַּס‎, סֶלֶרִי‎; Hindi: अजमोद; Hungarian: zeller, szárzeller; Icelandic: sellerí; Ido: celerio; Indonesian: seledri; Interlingua: seleri; Irish: soilire; Italian: sedano; Japanese: セロリ; Kazakh: балдыркөк; Korean: 셀러리, 샐러리; Kurdish Northern Kurdish: kerefs; Kyrgyz: сельдерей; Lao: ຜັນເຊເລຣີ; Latin: apium; Latvian: selerija; Lithuanian: salieras; Low German: Selleree; Macedonian: целер; Malay: saderi, seladeri, daun sup; Malayalam: അയമോദകം; Maltese: karfus; Maori: tūtaekōau, harere, herewī; Mingrelian: სონა; Mongolian: селөдерей, майлз; Navajo: hazaʼaleehtsoh; Neapolitan: accio; Norman: céléri; Norwegian: selleri; Occitan: api; Ossetian: маламар; Persian: کرفس‎; Polish: seler, seler naciowy; Portuguese: aipo; Romanian: țelină; Romansch: sellerin; Russian: сельдерей; Sardinian: àppiu, àpiu; Scottish Gaelic: soilire; Serbo-Croatian Cyrillic: целер; Roman: celer; Sicilian: accia; Slovak: zeler; Slovene: zelena; Sorbian Lower Sorbian: měrik, selerij; Spanish: apio; Swedish: selleri; Tagalog: kintsay, apyo; Tajik: карафс; Tatar: сельдерей; Thai: เซเลรี่; Tocharian B: ajamot; Turkish: kereviz; Turkmen: seldereý; Ukrainian: селера, салера; Uyghur: چىڭسەي‎; Uzbek: selderey; Vietnamese: cần tây; Volapük: sälärid; Walloon: celeri; Yiddish: סעלעריע‎