δυσδίοδος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à traverser.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[δίοδος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[difficile à traverser]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[δίοδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, hard to pass through, Plb.3.61.3, etc.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atravesar, intransitable ἡ πάροδος Plb.5.7.10, c. dat. ἡ πορεία ... στρατοπέδοις Plb.3.61.3
•de un color impenetrable Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135).
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu passiren; πορεία, πάροδος, Pol. 3, 61, 3. 5, 7, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, δίοδος.
Russian (Dvoretsky)
δυσδίοδος: с трудом проходимый (πορεία Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσδίοδος: -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, πορεία, πάροδος Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ.
Greek Monolingual
δυσδίοδος, -ον (Α)
αυτός από όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία.
Greek Monotonic
δυσδίοδος: -ον, αυτός που δύσκολα περνιέται, διαπερνιέται, δύσβατος, απροσπέλαστος, σε Πολύβ.