σμιλεύω: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[σκαλίζω]], [[λαξεύω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σμίλη]] (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σμιλεία]] καί σμίλευσις (=σκάλισμα), [[σμίλευμα]], [[σμιλευτός]] (=σκαλισμένος). | |mantxt=(=[[σκαλίζω]], [[λαξεύω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σμίλη]] (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σμιλεία]] καί σμίλευσις (=[[σκάλισμα]]), [[σμίλευμα]], [[σμιλευτός]] (=[[σκαλισμένος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 November 2022
Middle Liddell
σμῑλεύω,
to carve finely. [from σμῑ́λη]
German (Pape)
[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.
French (Bailly abrégé)
entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.
Greek Monolingual
ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο-σμιλεύω, δια-σμιλεύω)].
Greek Monotonic
σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.
Mantoulidis Etymological
(=σκαλίζω, λαξεύω). Ἀπό τό οὐσ. σμίλη (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).
Παράγωγα: σμιλεία καί σμίλευσις (=σκάλισμα), σμίλευμα, σμιλευτός (=σκαλισμένος).