ῥύτωρ: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ) :<br />protecteur, défenseur.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ῥύομαι]]. | |btext=ορος (ὁ) :<br />protecteur, défenseur.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ῥύομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> ορος, ὁ, <i>der [[Zieher]], [[Spanner]]</i>, χρυσέων τόξων, [[Apollo]], Ar. <i>Th</i>. 108.<br /><b class="num">2</b> ορος, ὁ, <i>[[Retter]]</i>; λιμοῦ καὶ θανάτου, <i>[[Erretter]] vom [[Hunger]] und Tode</i>, Leon.Alex. 29 (IX.351); [[κόμης]] [[ῥύτωρ]] [[κεκρύφαλος]], <i>Ep.adesp</i>. 115 (VI.280); βουκολίων, heißt Pan, 125 (VI.37), <i>der [[Wächter]], [[Beschützer]]</i>. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ῥύ¯τωρ, ορος, ὁ, [[ῥύομαι]]<br />a [[saviour]], [[deliverer]], Aesch., Anth.; τινός from a [[thing]], Anth. | |mdlsjtxt=ῥύ¯τωρ, ορος, ὁ, [[ῥύομαι]]<br />a [[saviour]], [[deliverer]], Aesch., Anth.; τινός from a [[thing]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 30 November 2022
English (LSJ)
(A) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (A)) A one who draws, χρυσέων ῥ. τόξων, of Apollo, Ar.Th.108 (lyr.).
ῥύτωρ (B) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (B)) A saviour, deliverer, defender, πόλεως A.Th.318 (lyr.); σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου IG3.1171.6; ῥ. βουκολίων AP6.37; ῥ. χαίτας κεκρύφαλος ib.207 (Arch.): c.gen.objecti, one who saves or delivers from, λιμοῦ καὶ θανάτου ib.9.351 (Leon.Alex.). III ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
protecteur, défenseur.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ῥύομαι.
German (Pape)
1 ορος, ὁ, der Zieher, Spanner, χρυσέων τόξων, Apollo, Ar. Th. 108.
2 ορος, ὁ, Retter; λιμοῦ καὶ θανάτου, Erretter vom Hunger und Tode, Leon.Alex. 29 (IX.351); κόμης ῥύτωρ κεκρύφαλος, Ep.adesp. 115 (VI.280); βουκολίων, heißt Pan, 125 (VI.37), der Wächter, Beschützer.
Russian (Dvoretsky)
ῥύτωρ: ορος (ῡ) ὁ Aesch., Anth. = ῥυτήρ II.
ορος (ῡ) ὁ Arph. = ῥυτήρ I.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύτωρ: [ῡ], ρος, ὁ, (*ῥύω, ἐρύω) ὁ ἕλκων τι, ὡς τὸ ῥυτὴρ Ι, χρυσίων ῥ. τόξων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 108. ΙΙ. (ῥύομαι) σωτήρ, λυτρωτής, προστάτης, φύλαξ, πόλεως Αἰσχύλ. Θήβ. 318 (ἴδε ῥυτήρ ΙΙ)· σωφροσύνης ῥ καὶ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 969. 6· ῥ. βουκολίων Ἀνθ. Π. 6. 37· κεκρύφαλος ῥ. χαίτας αὐτόθι 6. 207· μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ὁ σῴζων ἢ λυτρώνων από τινος, λιμοῦ καὶ θανάτου αὐτόθι 9. 351.
Greek Monotonic
ῥύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ (ῥύομαι), σωτήρας, λυτρωτής, προστάτης, φύλακας, σε Αισχύλ., Ανθ.· τινός, αυτός που σώζει ή λυτρώνει από κάτι, στο ίδ.
Middle Liddell
ῥύ¯τωρ, ορος, ὁ, ῥύομαι
a saviour, deliverer, Aesch., Anth.; τινός from a thing, Anth.