διάδικος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadikos | |Transliteration C=diadikos | ||
|Beta Code=dia/dikos | |Beta Code=dia/dikos | ||
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), Hsch. | |Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.
Greek (Liddell-Scott)
διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
Greek Monolingual
ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.
German (Pape)
ὁ, der Prozessierende, Hesych.; der Gegner, Sp.