ὠνητικός: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onitikos | |Transliteration C=onitikos | ||
|Beta Code=w)nhtiko/s | |Beta Code=w)nhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠνητική, ὠνητικόν, [[inclined to buy]]: Adv. [[ὠνητικῶς]], ἔχειν Ph.2.465, al. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠνητική, ὠνητικόν, inclined to buy: Adv. ὠνητικῶς, ἔχειν Ph.2.465, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος ὅπως ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΑ ὠνητής
αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά.
επίρρ...
ὠνητικῶς Α
με ωνητικό τρόπο, με αγορά.