διχασμός: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dichasmos | |Transliteration C=dichasmos | ||
|Beta Code=dixasmo/s | |Beta Code=dixasmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[division into two parts]], Aq.''De.''14.6.<br><span class="bld">2</span> [[division by two]], Nicom.''Ar.''1.10.<br><span class="bld">II</span> [[payment in two instalments]], dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A division into two parts, Aq.De.14.6.
2 division by two, Nicom.Ar.1.10.
II payment in two instalments, dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 división en dos partes δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.De.14.6, cf. Hdn.Epim.19, Ephr.Syr. en Phot.Bibl.247b5, Eust.857.49
•rotura, rasgadura en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.
2 mat. división entre dos τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.Ar.1.10, cf. Theol.Ar.54.
3 dud., quizá pago en dos plazos o bien reducción a la mitad del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διχασμός: -οῦ, ὁ, διαίρεσις εἰς δύο, Νικόμ. 80.
Greek Monolingual
ο (AM διχασμός) διχάζω
διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση
νεοελλ.
1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)
2. φρ. «διχασμός προσωπικότητας» — διαταραχή κατά την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι συνυπάρχουν εντός του δύο
αρχ.
1. διαίρεση διά δύο
2. πληρωμή σε δύο δόσεις.