τεμαχίτης: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέμαχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ( | |mltxt=ὁ, Α<br />(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέμαχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[σεληνίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[ῑ], ὁ, [[ἰχθύς]], <i>ein großer [[Meerfisch]], der [[zerschnitten]] und [[eingesalzen]] wird; Schol. Ar. Eq</i>. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5. | |ptext=[ῑ], ὁ, [[ἰχθύς]], <i>ein großer [[Meerfisch]], der [[zerschnitten]] und [[eingesalzen]] wird; Schol. Ar. Eq</i>. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, sliced and salted, ἰχθῦς Eub.9, Alciphr.3.5, cf. PFlor.388.24 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
τεμᾰχίτης: -ου, ὁ, ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, οὓς δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια πρὸς ταριχείαν, ἐκ ζεόντων λοπαδίων... τεμαχίτας Εὔβουλος ἐν «Ἀνασωζομένοις» 1. 4, Ἀλκίφρων 3. 5.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σεληνίτης)].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, ἰχθύς, ein großer Meerfisch, der zerschnitten und eingesalzen wird; Schol. Ar. Eq. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5.