γηροκομία: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (pape replacement) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γηροκομία]] [[γηροκομέω]] verzorging van oude mensen, het verzorgen van oude mensen. | |elnltext=[[γηροκομία]] [[γηροκομέω]] [[verzorging van oude mensen]], [[het verzorgen van oude mensen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
= care of the aged, γηροβοσκία, J.AJ5.9.4 (γηρωκ-), Plu. Cat.Ma.5 (pl., γηρωκ-), 2.583c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): γηρω- Thdt.Char.17.35
atención, cuidado en la vejez (παιδίον) ἐπὶ γηροκομίᾳ τῇ αὐτῆς τραφησόμενον I.AI 5.336, cf. 7.183, Plu.Cat.Ma.5, 2.583c, Thdt.l.c., Stud.Pal.1.p.7.22 (V d.C.), Sch.A.R.1.269/ 72b, Sch.S.OC 1614P.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροκόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηροκομία γηροκομέω verzorging van oude mensen, het verzorgen van oude mensen.
Russian (Dvoretsky)
γηροκομία: ἡ Plut. = γηροβοσκία.
Greek Monolingual
η (AM γηροκομία) γηροκόμος
η περίθαλψη τών γερόντων.
Greek Monotonic
γηροκομία: = γηροβοσκία, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
γηροκομία: γηροβοσκία, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 5., 2. 583C.
Middle Liddell
= γηροβοσκία [from γηροκόμος
care of the aged,Plut.
German (Pape)
ἡ, = γηροβοσκία, Plut. Cat. mai. 5 und andere Spätere