κακόμορος: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>von bösem [[Geschick]], [[unglücklich]], | |ptext=<i>von bösem [[Geschick]], [[unglücklich]], Vetera Lexica</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, = κακόμοιρος (ill-fated), Hsch. s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. κακομόρως Cat.Cod.Astr. 8(4).129, 142.
Greek (Liddell-Scott)
κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.
Greek Monolingual
κακόμορος, -ον (AM)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και του λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος.
επίρρ...
κακομόρως (Α)
με κακή μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. αινόμορος, πρωτόμορος].
German (Pape)
von bösem Geschick, unglücklich, Vetera Lexica.