ματιολοιχός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[ματτυολοιχός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.)
|mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.)
}}
{{pape
|ptext=s. [[ματτυολοιχός]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱτιολοιχός Medium diacritics: ματιολοιχός Low diacritics: ματιολοιχός Capitals: ΜΑΤΙΟΛΟΙΧΟΣ
Transliteration A: matioloichós Transliteration B: matioloichos Transliteration C: matioloichos Beta Code: matioloixo/s

English (LSJ)

ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.Nu.451, expld. as = κρουσιμέτρης, from μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui dévore des petits riens LSJ (cf. ματαιολοιχός, ματτυολοιχός).
Étymologie: μάτιον, λείχω.

German (Pape)

s. ματτυολοιχός.

Russian (Dvoretsky)

μᾱτιολοιχός: Arph. v.l. = ματτυολοιχός.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱτιολοιχός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. ματτύη.

Greek Monolingual

ματιολοιχός, ὁ (Α)
ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός].

Greek Monotonic

μᾱτιολοιχός: ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα γεύμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. λέξη, που θεωρείται ότι προέρχεται από το μάτιον, μερίδα φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).

Middle Liddell

μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,
a devourer of meal, Ar. (A dubious word, said to be derived from μάτιον a measure of meal. Others read ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.)