ἐρέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(a)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] s. [[ἔρω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] s. [[ἔρω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐρέω''': (Α), Ἐπ. [[ῥῆμα]]. = [[ἐρεείνω]], [[ἔρομαι]], [[ἐρωτάω]] (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ [[ἐρέω]] (Β): - [[ἐξετάζω]] νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., [[περί]] τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· [[ὅπως]] ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229.
}}
}}

Revision as of 10:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέω Medium diacritics: ἐρέω Low diacritics: ερέω Capitals: ΕΡΕΩ
Transliteration A: eréō Transliteration B: ereō Transliteration C: ereo Beta Code: e)re/w

English (LSJ)

(A), Ep. Verb,

   A = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω, ask, inquire, c. acc. rei, about a thing, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Il.7.128, cf. Od.21.31 ; seek for, Ὕλαν A.R.1.1354.    2 c. acc. pers., question, μάντιν ἐρείομεν (v. infr.) ἢ ἱερῆα Il.1.62 ; ἀλλήλους ἐρέοιμεν Od.4.192 ; ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην 11.229.    3 c. acc. rei, search, explore, ἰλυούς Nic.Th.143 (v.l. ἐρέθοντες). (Prob. ἐρε (ϝ)-, cf. ἐρευτής : ἐρείομεν perh. metri gr. for ἐρέ (ϝ) -ο-μεν, pres. subj. of non-thematic stem.)
ἐρέω (B), Ion. for ἐρῶ, I

   A will say ; v. ἐρῶ.
ἐρέω (C), Ion. for ἐράω (A).

German (Pape)

[Seite 1026] s. ἔρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέω: (Α), Ἐπ. ῥῆμα. = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ ἐρέω (Β): - ἐξετάζω νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., περί τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229.