χαλκοειδής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui ressemble à de l'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, A like copper, copper-coloured, Arist.Col.793a26; μέλιτται Ael.NA17.35; ῥάβδοι D.S.17.90, cf. Dsc.5.99. II epithet of the cuneiform bone, χ. ὀστέον, ὀστᾶ, PLit.Lond.167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.
German (Pape)
[Seite 1331] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à de l'airain.
Étymologie: χαλκός, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοειδής:
1 похожий на медь, цвета меди (οὐδὲ χ., οὐδὲ ἄλλην οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);
2 словно из меди (ῥάβδοι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοειδής: -ές, ὅμοιος χαλκῷ, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με χαλκό
2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας χρυσομηλίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή
(αρχ) χαρακτηρισμός του σφηνοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalcoides].