λιθεία: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[pierres pour bâtir]], [[matériaux de construction]];<br /><b>2</b> pierre précieuse.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[pierres pour bâtir]], [[matériaux de construction]];<br /><b>2</b> [[pierre précieuse]].<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:48, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθεία Medium diacritics: λιθεία Low diacritics: λιθεία Capitals: ΛΙΘΕΙΑ
Transliteration A: litheía Transliteration B: litheia Transliteration C: litheia Beta Code: liqei/a

English (LSJ)

ἡ, later written λιθία, a sort of A fine stone or marble, Plb.4.52.7, Str.9.5.16, J.AJ8.2.9: collectively, IG11(2).287 A89 (Delos, iii B.C.), Sammelb.5801.3 (i B.C., written -έα, and so in Gloss.). II collectively, precious stones, jewellery, OGI132.8 (ii B.C.), Str.15.1.67, 16.4.22, D.S.1.46, Peripl.M.Rubr.56.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, Baumaterialien von Steinen; Pol. 4, 52, 7; D. Sic. 1, 46; Strab. 9, 437, v.l. λιθία; auch Edelstein, ib. XV, 717.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pierres pour bâtir, matériaux de construction;
2 pierre précieuse.
Étymologie: λίθος.

Russian (Dvoretsky)

λῐθεία:строительный камень Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθεία: ἡ εἶδος ὡραίου λίθου ἢ μαρμάρου πρὸς οἰκοδομήν, Πολύβ. 4. 52, 7, Στράβ. 437 (διάφ. γραφή: λιθία), Διόδ. 1. 46 (διάφ. γραφή: λιθέα. II. λίθος πολύτιμος, Στράβ. 717, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. 32 (διάφ. γραφ. λιθιά).

Greek Monolingual

λιθεία και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και λιθία) λίθος
1. είδος λίθου ή μαρμάρου για οικοδόμηση
2. πολύτιμος λίθος ή σύνολο πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων», Στράβ.).

Greek Monotonic

λῐθεία: ἡ (λίθος
I. είδος ωραίας πέτρας ή μαρμάρου που χρησιμοποιείται στην οικοδόμηση, σε Στράβ.
II. πολύτιμος λίθος, στον ίδ.

Middle Liddell

λῐθεία, ἡ, λίθος
I. a sort of fine stone or marble for building, Strab.
II. a precious stone, Strab.