Οἰχαλία: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />Œkhalia, ville :<br /><b>1</b> [[de Thessalie]];<br /><b>2</b> [[de Messénie]];<br /><b>3</b> [[en Eubée]];<br /><b>4</b> en Étolie.<br />'''Étymologie:'''. | |btext=ας (ἡ) :<br />Œkhalia, ville :<br /><b>1</b> [[de Thessalie]];<br /><b>2</b> [[de Messénie]];<br /><b>3</b> [[en Eubée]];<br /><b>4</b> [[en Étolie]].<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:42, 30 November 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, name of several cities, one in Thessaly, Il.2.730; another in Euboea, S.Tr.354, cf. Str.9.5.17:—Adj. Οἰχᾰλιεύς, έως, Ep. ῆος, ὁ, Il.2.596,730:—also Οἰχᾰλιώτης, St.Byz.:—Ep.Adv. οἰσυπ-ίηθεν, from Oechalia, Il.2.596.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Œkhalia, ville :
1 de Thessalie;
2 de Messénie;
3 en Eubée;
4 en Étolie.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Οἰχᾰλία: эп.-ион. Οἰχᾰλίη ἡ Эхалия
1 город в зап. Фессалии Hom. etc.;
2 город в Мессении Hom. etc.;
3 город на Эвбее, близ Эретрии Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Οἰχᾰλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὄνομα πολλῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν πόλεων, ὧν μία ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. Β. 730· ἑτέρα ἐν Εὐβοίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 354, πρβλ. 74, Στράβ. 438· - Οἰχαλιεύς, έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, κάτοικος τῆς Οἰχαλίας, Ἰλ. Β. 596, 730· καὶ Οἰχαλιώτης, Στέφ. Βυζ.· - Ἐπικ. ἐπίρρ. -ίηθεν, ἐκ τῆς Οἰχαλίας, Β. 596.
Greek Monotonic
Οἰχᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη Θεσσαλία, σε Ομήρ. Ιλ.· Οἰχαλιεύς, -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ.