πολυπρόσωπος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυπρόσωπος -ον [πολύς, πρόσωπον] met veel gezichten:; τὸν πολυπρόσωπον οὐρανόν de hemel met zijn vele gezichten Aristot. Rh. 1405b36 (citaat Lycophron); met veel personages:. ἐν... πολυπροσώπῳ δράματι in een toneelstuk met vele rollen Luc. 8.20. | |elnltext=πολυπρόσωπος -ον [[[πολύς]], [[πρόσωπον]]] met veel gezichten:; τὸν πολυπρόσωπον οὐρανόν de hemel met zijn vele gezichten Aristot. Rh. 1405b36 (citaat Lycophron); met veel personages:. ἐν... πολυπροσώπῳ δράματι in een toneelstuk met vele rollen Luc. 8.20. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:00, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, A many-faced, multiform, οὐρανός the ever-changing sky, Lyc.Sophist. ap.Arist.Rh.1405b35; πράγματα Vett.Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).166; with many masks or characters, δρᾶμα Luc.Nigr.20; (ὄρχησις) Plu.2.711f; τὸ π. τῶν ὀρχημάτων Luc.Asin.49. 2 of many persons, γενεά J.BJ1.28.4. Adv. πολύ-πως, συναγωνιζόμενοι, of conspirators, Id.AJ16.3.3.
German (Pape)
[Seite 670] mit vielen Gesichtern, vielgestaltig, so nannte Lycophr. trag. den Himmel, Arist. rhet. 3, 3; – von der Tragödie oder Comödie, mit vielen Masken, vielen darin auftretenden Personen, δρᾶμα, Luc. Nigr. 20 salt. 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui offre divers aspects;
2 qui se compose de plusieurs personnages ou rôles (pièce de théâtre).
Étymologie: πολύς, πρόσωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπρόσωπος -ον [πολύς, πρόσωπον] met veel gezichten:; τὸν πολυπρόσωπον οὐρανόν de hemel met zijn vele gezichten Aristot. Rh. 1405b36 (citaat Lycophron); met veel personages:. ἐν... πολυπροσώπῳ δράματι in een toneelstuk met vele rollen Luc. 8.20.
Russian (Dvoretsky)
πολυπρόσωπος:
1 многоликий, т. е. изменчивый (οὐρανός Arst.);
2 исполняемый многими лицами (δρᾶμα Luc.; ὄρχησις Plut.);
3 грам. изменяемый по лицам.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση
2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι
3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος γενεά», Ιώσ.).
επίρρ...
πολυπροσώπως Α
κατά τρόπο πολυπρόσωπο, με μεγάλο αριθμό προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακρο-πρόσωπος, στρογγυλο-πρόσωπος.
Greek Monotonic
πολυπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, πολλά προσωπεία ή χαρακτήρες, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πρόσωπα, ποικιλόμορφος, οὐρανὸς π., ὁ ἀεὶ μεταβαλλόμενος οὐρανός, Λυκόφρ. Τραγ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3, 1· ἐπὶ δραμάτων, ὁ ἔχων πολλὰ πρόσωπα ἢ χαρακτῆρας, Λουκ. Νιγρῖν. 20, πρβλ. Πλούτ. 2. 711F, κτλ. ― Ἐπίρρ. -πως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 3, 3.
Middle Liddell
πολυ-πρόσωπος, ον, πρόσωπον
many-faced, with many masks or characters, Luc.