ὄφλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χρέος]], πρόστιμο). Ἀπό τό [[ὀφλεῖν]], ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ [[ὀφλισκάνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[χρέος]], [[πρόστιμο]]). Ἀπό τό [[ὀφλεῖν]], ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ [[ὀφλισκάνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄφλημα Medium diacritics: ὄφλημα Low diacritics: όφλημα Capitals: ΟΦΛΗΜΑ
Transliteration A: óphlēma Transliteration B: ophlēma Transliteration C: oflima Beta Code: o)/flhma

English (LSJ)

ατος, τό, (ὀφλεῖν) fine incurred in a lawsuit, judgement-debt, D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.Ath.63.3, cf. D.39.15, D.S.16.23, etc.; debt in general, POxy.237iv 18(ii A. D.), Luc.Herm.80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6.

German (Pape)

[Seite 426] τό, Schuld; ἐξ ἐράνων, Isae. 11, 43; τὰ όφλήματα πόλεως, Dem. 25, 18; ὀφλήματος ἐγγυητὰς καταστῆσαι, 26, 39, im Gesetz; bes. in einem Proceß verwirkte Geldstrafe, ἐκτῖσαι, 59, 7; Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
1 dette;
2 amende.
Étymologie: ὀφλισκάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὄφλημα: ατος τό
1 долг, задолженность Dem., Isae., Luc.;
2 юр. возложенный по суду денежный штраф, пеня Dem., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὄφλημα: τό, (ὀφλεῖν) πρόστιμον ἐπιβληθὲν κατὰ τὴν δίκη, Δημ. 546, 28, κτλ.· ὀφλήματα εἰσπράττειν Ἰσαῖ. 88. 28· ἐκτίνειν Δημ. 998. 25, κλ.· - χρέος, ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει, λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ ὄφλημα Λουκ. Ἑρμότ. 80, κτλ. - Καθ’Ἡσύχ.: «ὄφλημα· χρώστημα».

Greek Monotonic

ὄφλημα: -ατος, τό, πρόστιμο που επιβλήθηκε σε δίκη, σε Δημ.

Middle Liddell

ὄφλημα, ατος, τό,
a fine incurred in a lawsuit, Dem. [from ὀφλισκάνω

Mantoulidis Etymological

(=χρέος, πρόστιμο). Ἀπό τό ὀφλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ ὀφλισκάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.