βραχυχρόνιος: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vrachychronios | |Transliteration C=vrachychronios | ||
|Beta Code=braxuxro/nios | |Beta Code=braxuxro/nios | ||
|Definition= | |Definition=βραχυχρόνιον, [[of brief duration]], γένος Pl. ''Ti.''75c (Comp.); τὸ β. τοῦ βίου Plu.2.107a. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
βραχυχρόνιον, of brief duration, γένος Pl. Ti.75c (Comp.); τὸ β. τοῦ βίου Plu.2.107a.
Spanish (DGE)
-ον
de corta duración γένος Pl.Ti.75c, καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήν Gal.9.561, cf. 15.794
•subst. τὸ βραχυχρόνιον = brevedad τοῦ βίου Plu.2.107a, τοῦ καιροῦ Gal.17(2).347.
German (Pape)
[Seite 463] von geringer Zeitdauer, kurz lebend, γένος Plat. Tim. 75 c; τὸ β, τοῦ βίου, Kürze des Lebens, Plut. cons. Apoll. p. 329.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de peu de durée ; τὸ βραχυχρόνιον courte durée.
Étymologie: βραχύς, χρόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχυχρόνιος -ον βραχύς, χρόνιος kortstondig, met kort bestaan.
Russian (Dvoretsky)
βραχυχρόνιος: кратковременный, недолговечный (γένος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠχρόνιος: -ον, ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον διαρκῶν, Πλάτ. Τιμ. 75Β· τὸ βρ. Πλούτ. 2. 107Α.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM βραχυχρόνιος, -ον)
σύντομης διάρκειας, ολιγοχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -χρόνιος < χρόνος (πρβλ. μακροχρόνιος, πολυχρόνιος)].