κοιλιοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [, $4$5") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κοιλιοπώλης -ου, ὁ [κοιλία, πωλέω] [[pensverkoper]], [[worstverkoper]]. | |elnltext=κοιλιοπώλης -ου, ὁ [[[κοιλία]], [[πωλέω]]] [[pensverkoper]], [[worstverkoper]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:59, 29 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, tripe-seller, Ar.Eq.200.
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, der Magen od. Magenwurst verkauft, Ar. Equ. 200.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de tripes.
Étymologie: κοιλία, πωλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλιοπώλης -ου, ὁ [κοιλία, πωλέω] pensverkoper, worstverkoper.
Russian (Dvoretsky)
κοιλιοπώλης: ου ὁ торговец потрохами Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κοιλίας («πατσᾶν»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 200.
Greek Monolingual
κοίλιοπώλης, ὁ (Α)
(κωμ. λ. στον Αριστοφ.) αυτός που πουλά κοιλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -πώλης (< πωλῶ)].
Greek Monotonic
κοιλιοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.