παρθενίας: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />enfant né d'une femme non mariée.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[enfant né d'une femme non mariée]].<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενίας Medium diacritics: παρθενίας Low diacritics: παρθενίας Capitals: ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ
Transliteration A: parthenías Transliteration B: parthenias Transliteration C: parthenias Beta Code: parqeni/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A son of a concubine: οἱ Π. the youths born at Sparta during the Messenian War, Arist. Pol.1306b29, Str.6.3.2. II = ἀβυρτακῶδες πέμμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 521] ὁ, Jungfernsohn, Poll. 3, 31; vgl. Arist. pol. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
enfant né d'une femme non mariée.
Étymologie: παρθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενίᾱς -ου, ὁ [παρθένος] kind van een ongehuwde moeder.

Russian (Dvoretsky)

παρθενίας: ου ὁ сын девушки Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενίας: -ου, ὁ, ὁ υἱὸς παλλακῆς, ὡς τὸ σκότιος, λέξις μὴ περιέχουσα ἔννοιαν ὀνειδισμοῦ, οἱ Παρθενίαι, οἱ νεανίαι οἱ γεννηθέντες ποτὲ ἐν Σπάρτῃ διαρκοῦντος τοῦ Μεσσηνιακοῦ πολέμου, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 2, Στράβ. 278 κἑξ.˙ πρβλ. Muller D. r. 4. 4, § 2, καὶ πρβλ. ἐπεύνακτοι. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, «παρθενίας˙ ἀβυρτακῶδές τι πέμμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
1. γιος παλλακίδας, πόρνης
2. στον πληθ. οί παρθενίαι
ιδιαίτερη τάξη πολιτών στη Σπάρτη που προέρχονταν από μικτούς γάμους γνήσιων Σπαρτιατών με δούλες ή γυναίκες περιοίκων και οι οποίοι εμφανίζονται μετά τον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πλακούντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καπν-ίας)].

Greek Monotonic

παρθενίας: -ου, ὁ (παρθένος), γιος παλλακίδας· Παρθένιαι, νέοι που γεννήθηκαν στη Σπάρτη κατά τη διάρκεια του Μεσσηνιακού πολέμου, σε Αριστ.