πολυαίματος: Difference between revisions
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυαίματος -ον [πολύς, αἷμα] [[rijk aan bloed]]. | |elnltext=πολυαίματος -ον [[[πολύς]], [[αἷμα]]] [[rijk aan bloed]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:00, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, full of blood, Emp.150, Ath.7.301f.
German (Pape)
[Seite 659] vollblütig; ἧπαρ, Empedocl. bei Plut. Symp. 5, 8, 2; θύννος, Ath. VII, 301 f, v.l. πολυκύματος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a beaucoup de sang, sanguin.
Étymologie: πολύς, αἷμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυαίματος -ον [πολύς, αἷμα] rijk aan bloed.
Russian (Dvoretsky)
πολυαίμᾰτος: многокровный, богатый кровью (ἧπαρ Emped. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυαίμᾰτος: -ον, πλήρης αἵματος, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 683Ε, Ἀθήν. 301F.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυαίματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αἷμα, -ατος (πρβλ. αν-αίματος, φιλ-αίματος)].