πλείσταρχος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πλείσταρχος</i><br />[[βασιλιάς]] της Σπάρτης από το [[γένος]] τών Αγιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ναύ</i>-<i>αρχος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πλείσταρχος</i><br />[[βασιλιάς]] της Σπάρτης από το [[γένος]] τών Αγιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[ναύαρχος]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλείσταρχος -ον &#91;[[πλεῖστος]], [[ἄρχω]]] [[het meeste gezag hebbend]].
|elnltext=πλείσταρχος -ον &#91;[[πλεῖστος]], [[ἄρχω]]] [[het meeste gezag hebbend]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλείσταρχος Medium diacritics: πλείσταρχος Low diacritics: πλείσταρχος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: pleístarchos Transliteration B: pleistarchos Transliteration C: pleistarchos Beta Code: plei/starxos

English (LSJ)

ον, holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύαρχος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] het meeste gezag hebbend.