ἀπροϊδής: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproidis | |Transliteration C=aproidis | ||
|Beta Code=a)proi+dh/s | |Beta Code=a)proi+dh/s | ||
|Definition=[ῐ], ές, (προϊδεῖν) < | |Definition=[ῐ], ές, ([[προϊδεῖν]])<br><span class="bld">A</span> [[unforeseen]], Nic.''Th.''2,18, ''AP''7.213 (Arch.), 9.111 (Id.). Adv. [[ἀπροϊδῶς]] Archig. ap. Orib.8.2.19.<br><span class="bld">2</span> Act., [[unforeseeing]], prob. in [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 9.102, 48.757. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ές, (προϊδεῖν)
A unforeseen, Nic.Th.2,18, AP7.213 (Arch.), 9.111 (Id.). Adv. ἀπροϊδῶς Archig. ap. Orib.8.2.19.
2 Act., unforeseeing, prob. in Nonn. D. 9.102, 48.757.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [-ῐ-]
I no visto previamente ἀπροϊδῆ τύψαντα que golpean a uno no visto previamente Nic.Th.2, σκορπίος Nic.Th.18, AP 7.213 (Arch.)
•no visto, secreto πίστις Nonn.Par.Eu.Io.12.42, ἀ. Χριστοῖο μαθητής Nonn.Par.Eu.Io.19.38, ἣ τότε Βάκχον ἑλοῦσα ... ἀπροϊδῆ ... κατεκλήισε Nonn.D.9.102
•imprevisto δαίμων IUrb.Rom.1250.12.i
II adv. -ῶς de manera imprevista ἀ. αὐτοὺς ἄγειν Archig. en Orib.8.2.19.
German (Pape)
[Seite 338] ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; μόρος, ἄϊδος μυχός Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); νόσος Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 imprévu;
2 imprévoyant, qui agit à son insu.
Étymologie: ἀ, προϊδεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροϊδής: непредвиденный (μόρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροϊδής: -ές, (προϊδεῖν) ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὅν δὲν προεῖδέ τις, ἀπρόοπτος, «ἀφανὴς» καθ’ Ἡσύχ., Νικάνδρ. Θηρ. 2. 18, Ἀνθ. Π. 7. 213., 9 111. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ προϊδών, μὴ προσδοκῶν, ἀπρ. ἄνδρες Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 168.
Greek Monolingual
ἀπροϊδής, -ές (Α)
αυτός που δεν φανερώνεται, ο κρυφός.
Greek Monotonic
ἀπροϊδής: -ές (προϊδεῖν), απρόβλεπτος, απρόοπτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
προϊδεῖν
unforeseen, Anth.