ὑπέρδικος: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait juste.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δίκη]]. | |btext=ος, ον :<br />][[tout à fait juste]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δίκη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, A more than just, severely just, Νέμεσις Pi.P.10.44; of things, κἂν ὑπέρδικ' ᾖ though they be never so just, S.Aj.1119. Adv. ὑπερδίκως A.Ag.1396. II pleading for another, Sch.Pl.Phd.86e.
German (Pape)
[Seite 1194] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ ὑπέρδικος, der Rechtsbeistand.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]tout à fait juste.
Étymologie: ὑπέρ, δίκη.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρδῐκος:
1 в высшей степени справедливый: τὰ σκληρά, κἂν ὑπέρδικ᾽ ᾖ, δάκνει Soph. жестокие слова, как бы они справедливы ни были, причиняют боль;
2 охраняющий справедливость, т. е. несущий справедливое возмездие (Νέμεσις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρδῐκος: -ον, ὁ ὑπερβολικῶς δίκαιος, ὁ σφόδρα αὐστηρός, φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― Κατὰ Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ σφόδρα δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, διότι οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».
English (Slater)
ὑπέρδῐκος, -ον severely just φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν (sc. Ὑπερβόρεοι: “höchst gerecht,” Hirzel, Agraphos Nomos, 57̆{2}: “für das Recht eintretend,” Fränkel, D &P, 562̆{15}) (P. 10.44)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. περισσότερο από δίκαιος, πολύ αυστηρός
2. συνήγορος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].
Greek Monotonic
ὑπέρδῐκος: -ον (δίκη), υπερβολικά δίκαιος, υπερβολικά αυστηρός, σε Πίνδ.· κἂν ὑπέρδικ' ᾖ, όσο δίκαιοι κι αν είναι, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑπέρ-δῐκος, ον, δίκη
more than just, severely just, Pind.; κἂν ὑπέρδικ' ᾖ be they never so just, Soph.; adv. -κως, Aesch.