συνεπισκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />examiner avec : [[τί]] τινι qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκοπέω]].
|btext=-ῶ :<br />examiner avec : τί τινι qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκοπέω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:40, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισκοπέω Medium diacritics: συνεπισκοπέω Low diacritics: συνεπισκοπέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: synepiskopéō Transliteration B: synepiskopeō Transliteration C: synepiskopeo Beta Code: sunepiskope/w

English (LSJ)

fut. -σκέψομαι Pl.Cra.422c: aor. -εσκεψάμην (v. infr.): non-Att. pres. συνεπι-σκέπτομαι, Gal.6.827, 10.215, Ptol.Phas. Prooem.8, Alex.Aphr. in Sens.5.16: pres. Med. and Pass.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner avec : τί τινι qch avec qqn.
Étymologie: σύν, ἐπισκοπέω.

German (Pape)

mit, zugleich, zusammen beschauen, untersuchen, praes. zu συνεπισκέπτομαι, Xen. Mem. 4.7.8 und Sp., wie Luc. Icarom. 11.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισκοπέω: Xen., Plut. = συνεπισκέπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, ἐπισκοπῶ, ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Β· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κρατύλ. 422C· (ἀλλά, σ. τινί τι, παραβάλλειν τι πρός τι, Γαλην.) τι ἔκ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 6, 1· τι Στράβ. 349, κτλ.· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ᾗ... Πλάτ. Ἀπολ. 27Α. ― Ὁ μὴ Ἀττικ. ἐνεστ. συνεπισκέπτομαι παρὰ Γαληνῷ τ. 2, σ. 201, Παλ. Διαθ. καὶ μεταγενεστέροις.

Greek Monotonic

συνεπισκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, εξετάζω, επιθεωρώ κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -σκέψομαι
to examine together with, τί τινι Xen.