τηλεφανής: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui apparaît]] <i>ou</i> qu’on voit de loin;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui apparaît]] <i>ou</i> qu’on voit de loin;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qu'on entend de loin, qui fait entendre de loin (des gémissements).<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[φαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:35, 11 December 2022
English (LSJ)
ές, Aeol. πηλεφάνης [ᾰ] prob. in Alc. Oxy.1788 Fr.1.7:—A far-seen, conspicuous, τύμβος Od.24.83; πῦρ Pi. Fr.129.7, Aret.SD2.13; πέτρα Men.312 (anap.); σκοπιαί Ar.Nu.281 (lyr.). 2 metaph. of hearing, heard plainly from afar, ἀχώ S. Ph.189 (lyr.), cf. τηλωπός 2.
German (Pape)
[Seite 1106] ές, fernher scheinend, von fern gesehen, aus der Ferne sichtbar; τύμβος, Od. 24, 83; πῦρ, Pind. frg. 95; σκοπιαί, Ar. Nubb. 282; übertr. auf andere Sinne, weit vernehmbar, ἀχώ, Soph. Phil. l 89.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui apparaît ou qu’on voit de loin;
2 p. anal. qu'on entend de loin, qui fait entendre de loin (des gémissements).
Étymologie: τῆλε, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
τηλεφᾰνής:
1 видный далеко, издалека заметный (τύμβος Hom.; σκοπιαί Arph.);
2 далеко слышный, отдаленный (ἀχώ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
τηλεφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἢ ὁρώμενος μακρόθεν, περιφανής, τύμβον... ἀκτῇ ἔπι προεχούσῃ... ὥς κεν τηλεφανὴς ἐκ ποντόφιν ἀνδράσιν εἴη Ὀδ. Ω. 83· πυρὶ τηλεφανεῖ Πινδ. Ἀποσπάσ. 95. 7· τηλεφανεῖς σκοπιὰς Ἀριστοφ. Νεφ. 281, πρβλ. τηλαυγὴς ΙΙ. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ σαφῶς μακρόθεν ἀκουόμενος, ἀλλ’ ὁ Jebb ἑρμηνεύει, ἡ Ἠχὼ φαινομένη μακρόθεν (ὡς νύμφη δηλ.), πικραῖς οἰμωγαῖς ὑπακούει, ἀποκρίνεται εἰς τὰς πικρὰς οἰμωγάς, Σοφ. Φιλ. 189, πρβλ. τηλωπὸς 2.
English (Autenrieth)
ές (φαίνομαι): conspicuous far and wide, Od. 24.83†.
English (Slater)
τηλεφᾰνής shining from afar τηλεφανέσσι (Bücheler e codd. Lactantii) fr. 44. πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9.
Greek Monolingual
-ές και αιολ. τ. πηλεφάνης Α
1. ο ορατός από μακρινή απόσταση («τύμβος... τηλεφανής», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που ακούγεται μακριά («ἀχώ τηλεφανής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ἀρτι-φανής].
Greek Monotonic
τηλεφᾰνής: -ές (φαίνομαι)·
1. αυτός που φαίνεται ή αντικρίζεται από μακριά, καταφανής, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
2. λέγεται για ήχο, αυτός που ακούγεται καθαρά από μακριά, σε Σοφ.
Middle Liddell
τηλε-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
1. appearing afar, far-seen, conspicuous, Od., Ar.
2. of sound, heard plainly from afar, Soph.