τιμητεία: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=timiteia | |Transliteration C=timiteia | ||
|Beta Code=timhtei/a | |Beta Code=timhtei/a | ||
|Definition=ἡ, [[censorship]], Lat. [[censura]], | |Definition=ἡ, [[censorship]], Lat. [[censura]], Plu.''Cat.Ma.''16, ''Aem.''38, D.C.41.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, censorship, Lat. censura, Plu.Cat.Ma.16, Aem.38, D.C.41.14.
German (Pape)
[Seite 1115] ἡ, das Amt und die Würde des Censors, Plut. Cat. mai. 16; Aemil. P. 38 steht τιμητία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
à Rome censure, charge de censeur.
Étymologie: τιμητής.
Russian (Dvoretsky)
τῑμητεία: ἡ (лат. censura) пост цензора (в Риме) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμητεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ τιμητοῦ, Λατ. censura, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 16, κλπ.· ὡσαύτως τιμητία, ἡ, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, δίς, τὴν διὰ τοῦ ι γραφὴν ἐπηνώρθωσεν ὁ Κοραῆς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τιμητεύω
(στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία του τιμητού, του Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ' ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.).
Greek Monotonic
τῑμητεία: ή τῑμητία (τιμητής II), ἡ, το αξίωμα του τιμητή, Λατ. censura, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τιμητής II]
the censorship, Lat. censura, Plut.