σηραγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siraggodis
|Transliteration C=siraggodis
|Beta Code=shraggw/dhs
|Beta Code=shraggw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[full of holes]] or [[full of caverns]], Ἴδη <span class="bibl">Paus.10.12.4</span>, cf. <span class="bibl">D.C.48.51</span>, <span class="bibl">Agath.2.15</span>, <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Ost.</span>53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[porous]], [[spongy]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span> 1</span>, al.; θηλαί <span class="bibl">Sor.1.88</span>; νεῦρον Gal.10.968.</span>
|Definition=σηραγγώδες,<br><span class="bld">A</span> [[full of holes]] or [[full of caverns]], Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.''Ost.''53.<br><span class="bld">2</span> [[porous]], [[spongy]], Hp.''VC'' 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηραγγώδης Medium diacritics: σηραγγώδης Low diacritics: σηραγγώδης Capitals: ΣΗΡΑΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: sērangṓdēs Transliteration B: sērangōdēs Transliteration C: siraggodis Beta Code: shraggw/dhs

English (LSJ)

σηραγγώδες,
A full of holes or full of caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53.
2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.

German (Pape)

[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1.

Russian (Dvoretsky)

σηραγγώδης: покрытая расселинами или пещерами (γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.

Greek Monolingual

-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).