ὁπηλίκος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1].<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />combien grand.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηλίκος]].
|btext=η, ον :<br />][[combien grand]].<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηλίκος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπηλίκος Medium diacritics: ὁπηλίκος Low diacritics: οπηλίκος Capitals: ΟΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hopēlíkos Transliteration B: hopēlikos Transliteration C: opilikos Beta Code: o(phli/kos

English (LSJ)

η, ον, relat. and indirect interrog., however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U.; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.

German (Pape)

[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
]combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.

Russian (Dvoretsky)

ὁπηλίκος: (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].