ὑακίνθινος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑακίνθινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ὑακίνθινον</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑάκινθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑακίνθινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>ὑακίνθινον</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑάκινθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰκίνθῐνος Medium diacritics: ὑακίνθινος Low diacritics: υακίνθινος Capitals: ΥΑΚΙΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: hyakínthinos Transliteration B: hyakinthinos Transliteration C: yakinthinos Beta Code: u(aki/nqinos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, hyacinthine, ἄνθος Od.6.231; ἄνθεα E.IA1298 (lyr.); ἔξαστις Michel832.14 (Samos, iv B. C.); φύλλα Theoc.11.26; blue, θώρακες Apoc.9.17; ἔνδυμα Ph.2.225, J.BJ5.5.7; lana, Cod. Just.4.40.1; λίθοι PSI3.183.5 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 1168] hyacinthen, hyacinthfarbig, d. i. dunkelroth, schwarzroth, übh. dunkelfarbig; ὑακίνθινον ἄνθος, die Hyacinthblume, Od. 6, 231. 23, 158, wie Eur. I. A. 1298; ῥάβδος, Anacr. 29, 1; von Haaren, Luc. pro imag. 5.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de couleur jacinthe, violet ou bleu foncé;
NT: hyacinthe : pierre précieuse, de couleur incertaine, (pê) un saphir de couleur bleue ; il est possible que ce soit l'opale ou l'ambre.
Étymologie: ὑάκινθος.

Russian (Dvoretsky)

ὑᾰκίνθῐνος: (ῠ)
1 гиацинтовый Hom., Theocr.: ἄνθεα ὑακίνθινα Eur. гиацинты;
2 цвета гиацинта, т. е. фиолетовый, пурпурный или темно-синий Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑακίνθῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ὑακίνθου, κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Ὀδ. Ζ. 231, (ἴδε ὑάκινθος), Σαπφὼ 62· ἄνθεα Εὐρ. Ι. Α. 1298 φύλλα, Θεόκρ. 11. 26 ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑακίνθινον· ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».

English (Autenrieth)

hyacinthine; ἄνθος, Od. 6.231 and Od. 23.158.

Spanish

de jacinto

English (Strong)

from ὑάκινθος; "hyacinthine" or "jacinthine", i.e. deep blue: jacinth.

English (Thayer)

ὑακινθινη, ὑακίνθινον (ὑάκινθος), of hyacinth, of the color of hyacinth, i. e. of a red color bordering on black (Hesychius ὑακινθιον. ὑπομελανιζον): Homer, Theocr, Lucian, others; the Sept.).

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑακίνθινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο
αρχ.
(το ουδ.) ὑακίνθινον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

ὑᾰκίνθῐνος: [ῠ],, -η, -ον, υακίνθινος, όμοιος με υάκινθο, βιολετής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Middle Liddell

ὑακίνθῐνος, η, ον
hyacinthine, Od., Eur.

Chinese

原文音譯:Øak⋯nqinoj 虛阿卿提挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:紅碧玉
字義溯源:紅碧玉的,紅鋯英石,深藍,紫色,紫瑪瑙;源自(ὑάκινθος)*=紅碧玉,紅寶石)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 紫瑪瑙(1) 啓9:17

Léxico de magia

-ον de jacinto de uno de los círculos del cielo ὁρκίζω αὐτὸ τοὺς ἑπτὰ κύκλους τοῦ οὐρανοῦ ... τὸν δεύτερον ὑακίνθινον lo conjuro por los siete círculos del cielo, el segundo de jacinto C 10 16