ὑποτοπέω: Difference between revisions
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
m (Text replacement - " ὑπό + " to " ὑπό + ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotopeo | |Transliteration C=ypotopeo | ||
|Beta Code=u(potope/w | |Beta Code=u(potope/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> pf. -τετόπηκα D.C. 38.42:—[[suspect]], [[surmise]], τι Th.1.56; c. acc. et inf., ib.20,51, Alciphr. 3.72, Procop ''Vand.''1.18; <b class="b3">ὑ. μὴ</b>.. Th.2.13.<br><span class="bld">2</span> c. acc pers., [[suspect]] him, Id.5.116 ([[si vera lectio|s. v.l.]]).<br><span class="bld">II</span> Med. ὑποτοπέομαι, aor. ὑπετοπήθην in med. sense:—[[suspect]] a thing, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Hdt.9.116; κάχ' ὑποτοπεῖσθαι Ar.''Ra.''958: c. inf., ὑποτοπηθέντες Δημάρητον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Hdt.6.70, cf. Ar.''Th.''496, Lys.9.4 (Scal. for [[ὑπετυπούμην]]) <b class="b3">; ὑποτοπεῖσθαι χρὴ ἐκ τῶν γεγραμμένων</b> one must [[form an idea]], Hp.''Art.'' 33.—In Att. Prose the word generally used was [[ὑποπτεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
A pf. -τετόπηκα D.C. 38.42:—suspect, surmise, τι Th.1.56; c. acc. et inf., ib.20,51, Alciphr. 3.72, Procop Vand.1.18; ὑ. μὴ.. Th.2.13.
2 c. acc pers., suspect him, Id.5.116 (s. v.l.).
II Med. ὑποτοπέομαι, aor. ὑπετοπήθην in med. sense:—suspect a thing, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Hdt.9.116; κάχ' ὑποτοπεῖσθαι Ar.Ra.958: c. inf., ὑποτοπηθέντες Δημάρητον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Hdt.6.70, cf. Ar.Th.496, Lys.9.4 (Scal. for ὑπετυπούμην) ; ὑποτοπεῖσθαι χρὴ ἐκ τῶν γεγραμμένων one must form an idea, Hp.Art. 33.—In Att. Prose the word generally used was ὑποπτεύω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ὑπετόπουν, ao. ὑπετόπησα, pf. ὑποτετόπηκα;
soupçonner, acc. ou prop. inf.;
Moy. ὑποτοπέομαι, ὑποτοποῦμαι (ao. Pass.) m. sign.
Étymologie: ὑπό, τόπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτοπέω: ἀόρ. -ετόπησα Θουκ.· πρκμ. -τετόπηκα Δίων Κ. 38. 42. Ὑποπτεύω, ὑποψιάζομαι, τι Θουκ. 1. 56· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 20, 51, κλπ. · ὑπ. μή... ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ὑποπτεύω τινά, ὁ αὐτ. 5. 116. ΙΙ. ἀρχαιότερον ἔχομεν ἀποθετ. ὑποτοπέομαι, ἀόρ. ὑπετοπήθην· - ὑποπτεύω τι, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Ἡρόδ. 9. 116· κάχ’ ὑποτοπεῖσθαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 958· μετ’ ἀπαρ., ὑποτοπηθέντες Δημάρατον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Ἡρόδ. 6. 70, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 496, Λυσίαν 114. 32. - Ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ κοινὸν ἐν χρήσει ἦν τὸ ὑποπτεύω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 20.
Greek Monotonic
ὑποτοπέω: αόρ. αʹ -ετόπησα·
I. 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.
2. με αιτ. προσ., τον υποπτεύομαι, στον ίδ.
II. ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ ὑπετοπήθην· υποψιάζομαι κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., υποπτεύομαι ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
aor1 -ετόπησα aor1 ὑπετοπήθην
I. to suspect, surmise, Thuc.; c. acc. et inf., Thuc.
2. c. acc. pers. to suspect him, Thuc.
II. so as Dep. ὑποτοπέομαι to suspect a thing, Hdt., Ar.; c. acc. et inf. to suspect that . ., Hdt., Ar.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ὑποψιάζομαι). Ἀπό τό ὑπότοπος → ὑπό + τόπος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὑποτοπῶ: ὑποτόπημα, ὑποτοπητέον.
German (Pape)
als dep. mit aor. pass., = ὑποπτεύω, argwöhnen, vermuten, glauben, meinen; mit dem acc. c. inf., ὑποτοπηθέντας, Her. 6.70; τί, 9.116; Ar. Ran. 958, Thesm. 503, Lys. 9.4; im act., ὑποτοπήσαντες, Thuc. 1.20, 51, und öfter, und Sp.