λιστός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qu'on fléchit par des prières.<br />'''Étymologie:''' [[λίσσομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qu'on fléchit par des prières]].<br />'''Étymologie:''' [[λίσσομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:47, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, (λίσσομαι) to be moved by prayer, Il.9.497 (as quoted in Pl.R.364d): elsewhere only in compds. ἄλλιστος, τρίλλιστος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on fléchit par des prières.
Étymologie: λίσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
λιστός: умолимый (θεοί Hom. ap. Plat. - вм. στρεπτός).
Greek (Liddell-Scott)
λιστός: -ή, -όν, (λίσσομαι) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ ἱκεσία, Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις ἄλλιστος, τρίλλιστος.
Greek Monolingual
λιστός, -ή, -όν (Α) λίσσομαι
αυτός που συγκινείται από τις ικεσίες.
Greek Monotonic
λιστός: -ή, -όν (λίσσομαι), αυτός ο οποίος μπορεί να συγκινηθεί από ικεσία, παρά Πλάτ.