κληρονομώ: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κληρονομάω]] (AM [[κληρονομῶ]], [[κληρονομέω]], Α δωρ. τ. [[κλαρονομῶ]]) [[κληρονόμος]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από [[κληρονομιά]], [[γίνομαι]] [[κληρονόμος]], [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[μερίδιο]] από [[κληρονομιά]] (α. «κληρονόμησε από τον [[πατέρα]] του [[τριάντα]] εκατομμύρια» β. «ἐπεθύμεις κληρονομεῖν... τὰ κτήματα καὶ τὸν πίθον», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ἐκληρονόμησε δὲ και τήν μητρυιὰν ἀγαπηθείς [[ὥσπερ]] υἱὸς ὑπ' αὐτῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] σωματική ή ψυχική [[ιδιότητα]] από γονείς ή από προγόνους (α. «τη [[σπατάλη]] τήν κληρονόμησε από τον [[πατέρα]] του» β. «[[ὥσπερ]] τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κληρονομιά]], [[αφήνω]] κληρονόμο, [[κληροδοτώ]] («ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱούς υἱῶν», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] (α. «κληρονομήσειν [[παρά]]... τοῖς Ἕλλησι τήν έπ' ἀσεβείᾳ δόξαν», <b>Πολ.</b> β. «ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διανέμω]], [[δωρίζω]] σε κλήρους<br /><b>2.</b> σφετερίζομαι την [[περιουσία]] κάποιου, [[αρπάζω]] τα υπάρχοντά του και τον [[εκδιώκω]].
|mltxt=και [[κληρονομάω]] (AM [[κληρονομῶ]], [[κληρονομέω]], Α δωρ. τ. [[κλαρονομῶ]]) [[κληρονόμος]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από [[κληρονομιά]], [[γίνομαι]] [[κληρονόμος]], [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[μερίδιο]] από [[κληρονομιά]] (α. «κληρονόμησε από τον [[πατέρα]] του [[τριάντα]] εκατομμύρια» β. «ἐπεθύμεις κληρονομεῖν... τὰ κτήματα καὶ τὸν πίθον», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ἐκληρονόμησε δὲ και τήν μητρυιὰν ἀγαπηθείς [[ὥσπερ]] υἱὸς ὑπ' αὐτῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] σωματική ή ψυχική [[ιδιότητα]] από γονείς ή από προγόνους (α. «τη [[σπατάλη]] τήν κληρονόμησε από τον [[πατέρα]] του» β. «[[ὥσπερ]] τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κληρονομιά]], [[αφήνω]] κληρονόμο, [[κληροδοτώ]] («ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱούς υἱῶν», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] (α. «κληρονομήσειν [[παρά]]... τοῖς Ἕλλησι τήν έπ' ἀσεβείᾳ δόξαν», <b>Πολ.</b> β. «ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διανέμω]], [[δωρίζω]] σε κλήρους<br /><b>2.</b> σφετερίζομαι την [[περιουσία]] κάποιου, [[αρπάζω]] τα υπάρχοντά του και τον [[εκδιώκω]].
}}
{{trml
|trtx====[[inherit]]===
Arabic: وَرَثَ‎; Armenian: ժառանգել; Asturian: heredar; Bulgarian: наследявам; Catalan: heretar; Chinese: 繼承/继承, 继承; Czech: zdědit, dědit, podědit; Dutch: [[erven]]; East Central German: aarm; Esperanto: heredi; Finnish: periä; French: [[hériter]]; Galician: herdar; German: [[übernehmen]], [[erben]]; Greek: [[κληρονομώ]]; Ancient Greek: [[κληρονομέω]]; Hebrew: ירש‎; Hungarian: örököl; Italian: [[ereditare]]; Japanese: 受継ぐ; Latin: [[heredito]]; Malay: mewarisi; Norwegian: arve; Occitan: eiretar; Old English: ierfan; Oromo: dhaaluu; Polish: dziedziczyć, odziedziczyć; Portuguese: [[herdar]]; Romanian: moșteni; Russian: [[наследовать]], [[унаследовать]]; Slovak: zdediť, dediť; Slovene: podedovati, dedovati; Spanish: [[heredar]]; Swahili: -rithi; Swedish: ärva; Ukrainian: успадковувати, успадкувати; Vietnamese: thừa kế; Volapük: gerön; Walloon: eriter; Welsh: etifeddu
}}
}}

Latest revision as of 06:39, 8 January 2024

Greek Monolingual

και κληρονομάω (AM κληρονομῶ, κληρονομέω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) κληρονόμος
1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από τον πατέρα του τριάντα εκατομμύρια» β. «ἐπεθύμεις κληρονομεῖν... τὰ κτήματα καὶ τὸν πίθον», Λουκιαν.
γ. «ἐκληρονόμησε δὲ και τήν μητρυιὰν ἀγαπηθείς ὥσπερ υἱὸς ὑπ' αὐτῆς», Πλούτ.)
2. παίρνω σωματική ή ψυχική ιδιότητα από γονείς ή από προγόνους (α. «τη σπατάλη τήν κληρονόμησε από τον πατέρα του» β. «ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν», Ισοκρ.)
3. αφήνω κληρονομιά, αφήνω κληρονόμο, κληροδοτώ («ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱούς υἱῶν», ΠΔ)
4. λαμβάνω, αποκτώ κάτι (α. «κληρονομήσειν παρά... τοῖς Ἕλλησι τήν έπ' ἀσεβείᾳ δόξαν», Πολ. β. «ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», ΚΔ)
μσν.
1. διανέμω, δωρίζω σε κλήρους
2. σφετερίζομαι την περιουσία κάποιου, αρπάζω τα υπάρχοντά του και τον εκδιώκω.

Translations

inherit

Arabic: وَرَثَ‎; Armenian: ժառանգել; Asturian: heredar; Bulgarian: наследявам; Catalan: heretar; Chinese: 繼承/继承, 继承; Czech: zdědit, dědit, podědit; Dutch: erven; East Central German: aarm; Esperanto: heredi; Finnish: periä; French: hériter; Galician: herdar; German: übernehmen, erben; Greek: κληρονομώ; Ancient Greek: κληρονομέω; Hebrew: ירש‎; Hungarian: örököl; Italian: ereditare; Japanese: 受継ぐ; Latin: heredito; Malay: mewarisi; Norwegian: arve; Occitan: eiretar; Old English: ierfan; Oromo: dhaaluu; Polish: dziedziczyć, odziedziczyć; Portuguese: herdar; Romanian: moșteni; Russian: наследовать, унаследовать; Slovak: zdediť, dediť; Slovene: podedovati, dedovati; Spanish: heredar; Swahili: -rithi; Swedish: ärva; Ukrainian: успадковувати, успадкувати; Vietnamese: thừa kế; Volapük: gerön; Walloon: eriter; Welsh: etifeddu