κοπανίζω: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopanizo | |Transliteration C=kopanizo | ||
|Beta Code=kopani/zw | |Beta Code=kopani/zw | ||
|Definition=[[bray]], [[pound]], | |Definition=[[bray]], [[pound]], [[LXX]] ''3 Ki.''2.46e (Pass.), Alex.Trall.12 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
bray, pound, LXX 3 Ki.2.46e (Pass.), Alex.Trall.12 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1482] stoßen, zerstoßen, Sp., wie LXX u. Medic. κοπανισμός, ὁ, das Zerschlagen, Hesych.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
κοπᾰνίζω: толочь, молоть (ср. κόπανον).
Greek (Liddell-Scott)
κοπᾰνίζω: ὡς καὶ νῦν, Γαλην. τ. 14, σ. 461, 7, κλ.
Greek Monolingual
(ΑM κοπανίζω) κόπανον
χτυπώ με τον κόπανο
νεοελλ.
φρ. «κοπανίζω αέρα» — αερολογώ ή κάνω ανόητες πράξεις
νεοελλ.-μσν.
1. χτυπώ κάτι στο γουδί και το συντρίβω, λειανίζω, στουμπίζω, κατακερματίζω, θρυμματίζω («κοπάνισε καλά τα καρύδια»)
2. χτυπώ αλύπητα, δέρνω ανελέητα
μσν.
1. χτυπώ κάτι δυνατά
2. φρ. «κοπανίζω το νερό» — ματαιοπονώ.