νυκτικλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νυκτικλέπτης:''' ου ὁ ночной вор Anth.
|elrutext='''νυκτικλέπτης:''' ου ὁ [[ночной вор]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐκλέπτης Medium diacritics: νυκτικλέπτης Low diacritics: νυκτικλέπτης Capitals: ΝΥΚΤΙΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: nyktikléptēs Transliteration B: nyktikleptēs Transliteration C: nyktikleptis Beta Code: nuktikle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, thief of the night, AP11.176 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de nuit.
Étymologie: νύξ, κλέπτω.

German (Pape)

ὁ, der Dieb bei Nacht, Philp. 41 (XI.176).

Russian (Dvoretsky)

νυκτικλέπτης: ου ὁ ночной вор Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, κλέπτης τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ.

Greek Monolingual

νυκτικλέπτης, ὁ (Α)
βλ. νυκτοκλέπτης.

Greek Monotonic

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, κλέφτης που δρα τη νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτι-κλέπτης, ου, ὁ,
thief of the night, Anth.