γειαρότης: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γειᾰρότης:''' ου ὁ землепашец Arst. | |elrutext='''γειᾰρότης:''' ου ὁ [[землепашец]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:45, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, plougher of earth, AP9.23 (Antip.), APl.4.94 (Arch.), etc.; of oxen, Epigr.Gr.793 (Phrygia, ii A. D.).
Spanish (DGE)
(γειᾰρότης) -ου, ὁ
• Alolema(s): -τας MAMA 4.140.1 (Frigia III d.C.)
labrador, AP 9.23 (Antip.Thess.?), ληινόμοι γειαρόται Νεμέης AP 16.94 (Arch.), cf. Orác. en SEG 39.1377bis.3 (Hierápolis II d.C.), MAMA l.c.
German (Pape)
[Seite 478] ὁ, dasselbe, Anth. Th. 47 (IX, 23); Archi. 27 (Plan. 94).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: γῆ, ἀρόω.
Russian (Dvoretsky)
γειᾰρότης: ου ὁ землепашец Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γειᾰρότης: -ου, ὁ, ὁ ἀροτριῶν τὴν γῆν, Ἀνθ. Π. 9. 23, κτλ.· ἐπὶ βοῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 793· ὡσαύτως γειᾰροτήρ, Τζέτζ. π. Ὁμ. 202.
Greek Monolingual
γειαρότης, ο (Α)
αυτός που οργώνει τη γη, ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γει(ο)- < γη + αρότης (< αρώ) «αυτός που οργώνει»].
Greek Monotonic
γειᾰρότης: -ου, ὁ, αυτός που οργώνει τη γη, σε Ανθ.
Middle Liddell
a plougher of earth, Anth.