Λῆναι: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Linai
|Transliteration C=Linai
|Beta Code=&#42;lh=nai
|Beta Code=&#42;lh=nai
|Definition=( Ληναί Hsch.), αἱ, (ληνός ''1'') <span class="title">Bacchanals</span>, <span class="bibl">Heraclit.14</span>, <span class="bibl">Str.10.3.10</span>, <span class="bibl">D.P.702</span>, <span class="bibl">1155</span>, <span class="bibl">Theoc.26</span> tit. (Arc. acc. to Hsch.)  
|Definition=([[Ληναί]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), αἱ, (ληνός ''1'') ''Bacchanals'', Heraclit.14, Str.10.3.10, D.P.702, 1155, Theoc.26 tit. (Arc. acc. to [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]])  
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λῆναι Medium diacritics: Λῆναι Low diacritics: Λήναι Capitals: ΛΗΝΑΙ
Transliteration A: Lē̂nai Transliteration B: Lēnai Transliteration C: Linai Beta Code: *lh=nai

English (LSJ)

(Ληναί Hsch.), αἱ, (ληνός 1) Bacchanals, Heraclit.14, Str.10.3.10, D.P.702, 1155, Theoc.26 tit. (Arc. acc. to Hsch.)

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
les Bacchantes.
Étymologie: ληνός.

Russian (Dvoretsky)

Λῆναι: ῶν αἱ лены, т. е. вакханки Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Λῆναι: (ἢ Ληναί, Ἡσύχ.), αἱ, (ληνὸς) Βάκχαι, Στράβ. 468, Διον. Π. 702, 1155, πρβλ. Θεόκρ. 26.

Greek Monolingual

Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α)
οι Βάκχες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το -η- αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τον διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι», παρά την ομοιότητα τών δύο τύπων. Δοδέντος ότι και τα Λήναια δεν ήταν γιορτές στις οποίες πατούσαν τα σταφύλια, η σύνδεση του τ. λῆναι με τον τ. ληνός οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολογία.
ΠΑΡ. αρχ. ληναΐζω, λήναιος, ληναΐτης, Ληναιών, Ληνεύς
αρχ.-μσν.
Ληνίς (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. Ληναγέτας].

Greek Monotonic

Λῆναι: αἱ (ληνός), Βάκχες, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

Λῆναι, ῶν, αἱ, ληνός
Bacchanals, Theocr.