δισθανής: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=disthanis
|Transliteration C=disthanis
|Beta Code=disqanh/s
|Beta Code=disqanh/s
|Definition=ές, [[twice dead]], <span class="bibl">Od.12.22</span>.
|Definition=δισθανές, [[twice dead]], Od.12.22.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισθᾰνής Medium diacritics: δισθανής Low diacritics: δισθανής Capitals: ΔΙΣΘΑΝΗΣ
Transliteration A: disthanḗs Transliteration B: disthanēs Transliteration C: disthanis Beta Code: disqanh/s

English (LSJ)

δισθανές, twice dead, Od.12.22.

Spanish (DGE)

(δισθᾰνής) -ές
• Morfología: [ép. plu. δισθανέες Od.12.22]
que muere dos veces, Od.l.c.

German (Pape)

[Seite 642] ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui meurt deux fois.
Étymologie: δίς, θνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

δισθᾰνής: дважды умирающий (об Одиссее, при жизни посетившем Аид) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

δισθανής: -ές, δὶς ἀποθανών, Ὀδ. Μ. 22.

Greek Monolingual

δισθανής, -ές (Α)
αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + -θανής < (θ.) θαν-(έθανον)].

Greek Monotonic

δισθᾰνής: -ές (θανεῖν, θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει δύο φορές, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

δισ-θᾰνής, ές adj θανεῖν, θνήσκω
twice dead, Od.