ξιφοδήλητος: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξιφοδήλητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξίφος]], που γίνεται με [[ξίφος]] («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από [[ξίφος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), | |mltxt=[[ξιφοδήλητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξίφος]], που γίνεται με [[ξίφος]] («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από [[ξίφος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), [[πρβλ]]. [[θεοδήλητος]], [[κεντροδήλητος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:50, 9 May 2023
English (LSJ)
ον, slain by the sword, ξ. θάνατος, ἀγῶνες, death by the sword, A.Ag.1528, Ch.729 (both anap.).
German (Pape)
[Seite 280] mit dem Schwerte getödtet; θάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait périr par l'épée.
Étymologie: ξίφος, δηλέω.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφοδήλητος: убивающий мечом: ξ. θάνατος Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφοδήλητος: τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. θάνατος, ὁ διὰ ξίφους θάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.
Greek Monolingual
ξιφοδήλητος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος
2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από ξίφος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεοδήλητος, κεντροδήλητος].
Greek Monotonic
ξῐφοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός που σκοτώνεται από ξίφος· ξιφοδήλητος θάνατος, θάνατος που συντελείται από ξίφος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ξῐφο-δήλητος, ον, δηλέομαι
slain by the sword, ξ. θάνατος death by the sword, Aesch.