ἀποδυτήριον: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "Euthyd" to "Euthyd") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=τό, <i>[[Auskleidezimmer]] im Bade</i>, Plat. <i>Lys</i>. 206e, <i> | |ptext=τό, <i>[[Auskleidezimmer]] im Bade</i>, Plat. <i>Lys</i>. 206e, <i>Euthyd</i>. 272c. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:45, 17 March 2023
English (LSJ)
τό, undressing room in the bath, X.Ath.2.10, Pl.Ly.206e, etc.; in the palaestra, Id.Euthd.272e.
Spanish (DGE)
-ου, τό
habitación para desnudarse, vestuario en los baños o palestra, X.Ath.2.10, Pl.Euthd.272e, Ly.206e, SEG 26.784.7 (Tracia II d.C.), Isid.Etym.15.2.42, Varro RR 2.2, CIL 10.3922, 14.2119, Inscr.Phryg.3.88.4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vestiaire pour se déshabiller au bain.
Étymologie: ἀποδύω.
German (Pape)
τό, Auskleidezimmer im Bade, Plat. Lys. 206e, Euthyd. 272c.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδῠτήριον: τό комната для раздевания (в бане или палестре) Xen., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῠτήριον: τό, δωμάτιον ἐν τῷ βαλανείῳ ἔνθα ἀπεδύοντο οἱ μέλλοντες νὰ λουθῶσιν, Ξεν. Ἀθην. 2. 10, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, κτλ.· ἐν τῇ παλαίστρᾳ, ὁ αὐτ. Εὐθύδ. 272Ε: - οὕτω καὶ ἀπόδυτον, τό, Νικητ. Χρον. 97D: - ἀπόδῠτον, τό, μέρος ἔνθα οἱ κληρικοὶ ἀποδύονται τὰς στολὰς αὑτῶν, Ἐκκλ.
Greek Monotonic
ἀποδῠτήριον: τό, δωμάτιο στα δημόσια λουτρά όπου έβγαζαν τα ρούχα τους αυτοί που πήγαιναν για λουτρό, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
[from ἀποδύω
an undressing room, Plat., Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=τόπος ὅπου ξεντύνονται). Ἀπό τό ἀποδύω (=ξεγυμνώνω), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ἀπόδυσις, ἀποδυτέον. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δύω.