ἄπροικος: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproikos | |Transliteration C=aproikos | ||
|Beta Code=a)/proikos | |Beta Code=a)/proikos | ||
|Definition= | |Definition=ἄπροικον, ([[προίξ]]) [[without portion]] or [[without dowry]], ἄ. τὴν ἀδελφὴν διδόναι Is.3.29, cf. D.40.20; λαβεῖν Lys.19.15, Diod. Com.3.4, cf. Men.''Mon.'' 371. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄπροικον, (προίξ) without portion or without dowry, ἄ. τὴν ἀδελφὴν διδόναι Is.3.29, cf. D.40.20; λαβεῖν Lys.19.15, Diod. Com.3.4, cf. Men.Mon. 371.
Spanish (DGE)
-ον
carente de dote de mujeres ἄπροικον τὴν τοιαύτην ... μεμαρτυρήκασι Is.3.29, cf. 2.5, Lys.19.15, D.40.20, Men.Dysc.308, Mon.517, Diod.Com.3.4, Plu.2.227f, Ael.VH 6.6., Heph.Astr.3.9.37.
German (Pape)
[Seite 338] (προίξ), nicht ausgestattet, ohne Mitgift, λαβεῖν τινα Lys. 19, 15, wie Diod. com. Stob. fl. 72, 1; διδόναι Is. 2, 5 u. öfter, wie Dem. 40, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans dot.
Étymologie: ἀ, προίξ.
Greek Monolingual
κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, -ον)
ο χωρίς προίκα
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα
αρχ.
ο χωρίς μερίδιο.
Greek Monotonic
ἄπροικος: -ον (προίξ), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι ή σε προίκα· ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι, παντρεύω την αδελφή μου χωρίς να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
ἄπροικος: без приданого Lys., Isae., Dem.
Middle Liddell
προίξ
without portion or dowry, ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι to give her in marriage without dowry, Isae.