ἔμβαμμα: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />][[sauce]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[sauce]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάπτω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:19, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβαμμα Medium diacritics: ἔμβαμμα Low diacritics: έμβαμμα Capitals: ΕΜΒΑΜΜΑ
Transliteration A: émbamma Transliteration B: embamma Transliteration C: emvamma Beta Code: e)/mbamma

English (LSJ)

ατος, τό, sauce, soup, X.Cyr.1.3.4, Theopomp.Com.8, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.4, Aret.CD1.3, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
salsa παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα X.Cyr.1.3.4, προσὸν ἔ. τοῖς ἄρτοις Theopomp.Com.9, ἐμβάμματος de salsa, e.d., para guardar la salsa inscr. en un ánfora IDE 198 (II/III d.C.), en dietas, Ath.Med. en Orib.Inc.41.4, Aret.CD 1.3.12.

German (Pape)

[Seite 804] τό, die Brühe, zum Eintauchen; Xen. Cyr. 1, 3, 4; Ath. IX, 368 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sauce.
Étymologie: ἐμβάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβαμμα: ατος τό ἐμβάπτω подливка, соус Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαμμα: τό, ζώμευμα, ζωμός, «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου ἔμβαμμα, «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.

Greek Monolingual

ἔμβαμμα, το (AM)
σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα
μσν.
φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» — κρασάτη σάλτσα.

Greek Monotonic

ἔμβαμμα: -ατος, τό (ἐμβάπτω), σάλτσα, ζωμός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔμβαμμα, ατος, τό, ἐμβάπτω
sauce, soup, Xen.