ὀρείφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />][[qui parcourt les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui parcourt les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:30, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 372] Gebirge durchschweifend, Schol. Opp. Hal. 3, 386.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.

Greek Monolingual

ὀρείφοιτος και ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος -ον (Α)
αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ.
β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ.
γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. αερό-φοιτος].

Greek Monotonic

ὀρείφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που συχνάζει στα βουνά, που τριγυρίζει σ' αυτά, σε Βάβρ.

Middle Liddell

ὀρεί-φοιτος, ον, φοιτάω
mountain-roaming, Babr.