ἱμεροθαλής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imerothalis
|Transliteration C=imerothalis
|Beta Code=i(meroqalh/s
|Beta Code=i(meroqalh/s
|Definition=ές, (θάλλω) Dor. for <b class="b3">-θηλής</b>, [[sweetly blooming]], ἔαρ <span class="title">AP</span>9.564 (Nicias): vulg. <b class="b3">ἡμεροθ-</b>.
|Definition=ἱμεροθαλές, ([[θάλλω]]) Dor. for -θηλής, [[sweetly blooming]], ἔαρ ''AP''9.564 (Nicias): vulg. <b class="b3">ἡμεροθ-</b>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμεροθᾱλής Medium diacritics: ἱμεροθαλής Low diacritics: ιμεροθαλής Capitals: ΙΜΕΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: himerothalḗs Transliteration B: himerothalēs Transliteration C: imerothalis Beta Code: i(meroqalh/s

English (LSJ)

ἱμεροθαλές, (θάλλω) Dor. for -θηλής, sweetly blooming, ἔαρ AP9.564 (Nicias): vulg. ἡμεροθ-.

German (Pape)

[Seite 1253] ές, lieblich blühend, ἔαρ Nic. ep. 7 (IX, 564).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la verdure riante.
Étymologie: ἵμερος, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἱμεροθᾱλής: (ῑ) прелестно цветущий (ἔαρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμεροθᾱλής: -ές, (θάλλω) Δωρ. ἀντὶ τοῦ -θηλής, ἡδέως θάλλων, ἀνθῶν, ἔαρ Ἀνθ. Π. 9. 564· συνήθ. ἡμεροθ-.

Greek Monolingual

ἱμεροθαλής, -ές (Α)
αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετεροθαλής, πολυθαλής].

Greek Monotonic

ἱμεροθᾱλής: -ές (θάλλω), Δωρ. αντί -θηλής, αυτός που ανθίζει γλυκά, ἱμεροθαλὲς ἔαρ, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱμερο-θᾱλής, ές θάλλω
sweetly blooming, Anth. [doric for ἱμεροθηλής,]