ὑλωρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑλωρός]], ΝΑ, και [[ὑληωρός]] και [[ὑληώρης]] Α<br />(παλ. [[λόγιος]] όρος) ο [[φύλακας]] του δάσους, [[δασοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άρχοντας]] στον οποίο είχε ανατεθεί η [[φύλαξη]] τών δασών («καλοῦσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ορώ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i>].
|mltxt=ο / [[ὑλωρός]], ΝΑ, και [[ὑληωρός]] και [[ὑληώρης]] Α<br />(παλ. [[λόγιος]] όρος) ο [[φύλακας]] του δάσους, [[δασοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άρχοντας]] στον οποίο είχε ανατεθεί η [[φύλαξη]] τών δασών («καλοῦσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ορώ</i>), [[πρβλ]]. [[θυρωρός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:14, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλωρός Medium diacritics: ὑλωρός Low diacritics: υλωρός Capitals: ΥΛΩΡΟΣ
Transliteration A: hylōrós Transliteration B: hylōros Transliteration C: yloros Beta Code: u(lwro/s

English (LSJ)

ὁ, (οὖρος (B)) = ἀγρονόμος, forester, ranger, Arist.Pol.1321b30: cf. ὑληωρός.

German (Pape)

[Seite 1177] = ὑληωρός, Forstaufseher, Arist. pol. 6, 8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
conservateur des forêts de l'État.
Étymologie: ὕλη, ὤρα.

Russian (Dvoretsky)

ὑλωρός:смотритель лесных участков, лесничий Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλωρός: ὁ, (οὗρος) = ἀγρονόμος, ὁ τοῦ δάσους φύλαξ, ἄρχων τις ἐπιτετραμμένος τὴν φυλακὴν τῶν δασῶν τοῦ δημοσίου, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 6, πρβλ. ὑληωρός.

Greek Monolingual

ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α
(παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας του δάσους, δασοφύλακας
αρχ.
άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῦσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ωρός (βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρωρός].

Greek Monotonic

ὑλωρός: ὁ (οὖρος), = ἀγρονόμος, δασοφύλακας, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὑλωρός, οῦ, ὁ, οὖρος = ἀγρονόμος
a forester, Arist.