σεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=septos
|Transliteration C=septos
|Beta Code=septo/s
|Beta Code=septo/s
|Definition=ή, όν, [[holy]], [[august]], [[venerable]], ἵησι σεπτὸν [[Νεῖλος]] εὔποτον [[ῥέος]] = [[Nile]] sends forth his [[hallow]]ed and [[sweet]] [[stream]] A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. [[σεπτῶς]] = [[in sanctity]], [[sacredly]].
|Definition=σεπτή, σεπτόν, [[holy]], [[august]], [[venerable]], ἵησι σεπτὸν [[Νεῖλος]] εὔποτον [[ῥέος]] = [[Nile]] sends forth his [[hallow]]ed and [[sweet]] [[stream]] A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. [[σεπτῶς]] = [[in sanctity]], [[sacredly]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεπτός Medium diacritics: σεπτός Low diacritics: σεπτός Capitals: ΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: septós Transliteration B: septos Transliteration C: septos Beta Code: septo/s

English (LSJ)

σεπτή, σεπτόν, holy, august, venerable, ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος = Nile sends forth his hallowed and sweet stream A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.

German (Pape)

[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.

Russian (Dvoretsky)

σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».

Greek Monolingual

-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῖλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].

Greek Monotonic

σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σεπτός, ή, όν verb. adj. of σέβομαι
august, Aesch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σεβ + τός = σεπτός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβομαι.