ἐχθρόξενος: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=echthroksenos | |Transliteration C=echthroksenos | ||
|Beta Code=e)xqro/cenos | |Beta Code=e)xqro/cenos | ||
|Definition= | |Definition=ἐχθρόξενον, [[hostile to strangers]], [[inhospitable]], ναύταισι A.''Pr.''727, cf. ''Th.''606,621; δόμοι E.''Alc.''558. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐχθρόξενον, hostile to strangers, inhospitable, ναύταισι A.Pr.727, cf. Th.606,621; δόμοι E.Alc.558.
German (Pape)
[Seite 1125] den Gastfreunden od. den Fremden feind, ungastlich; τραχεῖα πόντου Σαλμυδησία γνάθος ἐχθρόξενος ναύτῃσι Aesch. Prom. 729; – ἄνδρες – καὶ θεῶν ἀμνήμονες, Spt. 588. 603; δόμοι Eur. Alc. 558.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hostile aux étrangers, inhospitalier.
Étymologie: ἐχθρός, ξένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρόξενος: ненавидящий иноземцев, враждебный к чужеземцам, т. е. негостеприимный (ναύταισι Aesch.; δόμος Eur. - v.l. κακόξενος).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρόξενος: -ον, ἐχθρός πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, μισόξενος, Αἰσχύλ. Πρ. 727, Θήβ. 606, 621, Εὐρ. Ἄλκ. 558.
Greek Monolingual
ἐχθρόξενος, -ον (Α)
ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενος («γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος.
Greek Monotonic
ἐχθρόξενος: -ον, εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ἐχθρό-ξενος, ον
hostile to guests, inhospitable, Aesch., Eur.